- πιθάρι
- (αρχ. πίθος). Αγγείο μεγάλων διαστάσεων με χοντρά τοιχώματα, πλατύ και κοντό λαιμό και μικρές λαβές. Η βάση του, ανάλογα με το σκοπό που εξυπηρετούσε, ήταν άλλοτε πλατιά και άλλοτε στενή. Κατασκευαζόταν συνήθως από πηλό ή πέτρα, σπανιότερα δε από ξύλο ή μέταλλο και χρησίμευε για τη φύλαξη και διατήρηση υγρών ή ξηρών προϊόντων (όπως λάδι, κρασί, νερό, ξηροί καρποί κλπ.). Γι’ αυτό το λόγο η μορφή της βάσης ποίκιλλει, για να μπορεί να βυθίζεται το π. ως τη μέση σχεδόν στη γη, ή απλώς να τοποθετείται στην επιφάνεια του εδάφους. Η εξωτερική επιφάνεια στολιζόταν συχνά με ανάγλυφα σχήματα, μικρές προεξοχές, πολλές λαβές για πρακτικούς λόγους κ.ά. Το χρησιμοποιούσαν ακόμα και για την ταφή του νεκρού ή για την εναπόθεση των οστών του μέσα σ’ αυτό. Πολλά π. βρέθηκαν τοποθετημένα στη σειρά τους στις αποθήκες των ανακτόρων της Κνωσού, λιγότερα δε στις Μυκήνες, την Τροία κ.ά.
* * *το / πιθάριον, ΝΑ [πίθος]ο πίθος.
Dictionary of Greek. 2013.